Οι προκλήσεις και η καταλληλότητα του Δικαίου του Ανταγωνισμού στον τομέα των ψηφιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

1.     Εισαγωγή

Η ψηφιακή επανάσταση η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια έχει στρέψει την προσοχή του Δικαίου του Ανταγωνισμού στις ψηφιακές αγορές. Αυτή η εξέλιξη έχει προκαλέσει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με το κατά πόσον τα υφιστάμενα εργαλεία επιβολής του Δικαίου του Ανταγωνισμού είναι επαρκή ή/και ευρύτερα το κατά πόσον το Δίκαιο του Ανταγωνισμού αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο πολιτικής για την αντιμετώπιση αντιανταγωνιστικών πρακτικών και συμπεριφορών στις ψηφιακές αγορές.

Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έχουν επισυμβεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος βρίσκεται σε φάση ριζικού μετασχηματισμού κυρίως λόγω της εμφάνισης επιχειρήσεων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech).

Οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μέσω ψηφιακών τεχνολογιών έχουν ευεργετικές επιδράσεις τόσο για τους χρήστες των εν λόγω υπηρεσιών όσο και για τις επιχειρήσεις. Μεταξύ άλλων, συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων πηγών ανταγωνιστικής πίεσης στα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε καλύτερους όρους συναλλαγής και διευρυμένο φάσμα επιλογών για τους καταναλωτές. Επιπλέον, καθιστούν ευκολότερη την είσοδο στην αγορά νέων παικτών που εφαρμόζουν καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα.

Εντούτοις, η ανάπτυξη της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας δημιουργεί ορισμένες προκλήσεις όσον αφορά το Δίκαιο του Ανταγωνισμού.

Μία πρόκληση αφορά στον ορισμό της σχετικής αγοράς λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ψηφιακές αγορές έχουν δίπλευρο ή/και πολύπλευρο χαρακτήρα. Στο σημείο αυτό τίθενται δύο ζητήματα. Πρώτον, κατά πόσον ο δίπλευρος χαρακτήρας των ψηφιακών αγορών συνιστά παράγοντα, ο οποίος θα πρέπει να συνυπολογίζεται στον παραδοσιακό ορισμό της σχετικής αγοράς. Δεύτερον, κατά πόσον οι νέες υπηρεσίες, που παρέχονται από τις τεχνολογικές επιχειρήσεις, είναι υποκατάστατες με τις υπηρεσίες που παρέχουν τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Μία σχετιζόμενη πρόκληση αφορά στη θεμελίωση δεσπόζουσας θέσης με δεδομένες τις ιδιαιτερότητες των ψηφιακών αγορών, όπως είναι ο δυναμικός χαρακτήρας τους, οι επιδράσεις δικτύου και τα δεδομένα μεγάλου όγκου και αξίας για σκοπούς άσκησης ανταγωνισμού. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αποτελούν πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και οικονομικής ισχύος. Ως εκ τούτου, η επικέντρωση στα μερίδια αγοράς που αποτελούν το παραδοσιακά βασικό κριτήριο για την εκτίμηση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης, παραγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ψηφιακών αγορών, ενδεχομένως να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.

Επιπρόσθετα, λόγω του δυναμικού χαρακτήρα των ψηφιακών αγορών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, η αγορά μπορεί να οδηγηθεί σε μια οιονεί μονοπωλιακή δομή, υπό την κυρίαρχη εμφάνιση των ρυθμιστών πρόσβασης (gatekeepers). Ως αποτέλεσμα, μπορεί μέσα από διάφορες καινοφανείς επιχειρηματικές πρακτικές να αποκλειστούν ή/και περιθωριοποιούν νεοεισερχόμενοι ανταγωνιστές των οποίων οι υπηρεσίες μπορεί να είναι περισσότερο καινοτόμες ή/και χαμηλότερου κόστους.

Με βάση τις προεισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις, αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση των βασικότερων προκλήσεων που δημιουργεί η ανάπτυξη των επιχειρήσεων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας για το Δίκαιο του Ανταγωνισμού και η αξιολόγηση της καταλληλόλητας του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των εν λόγω προκλήσεων. Η κύρια θέση, η οποία υποστηρίζεται στην παρούσα μελέτη είναι πως το Δίκαιο του Ανταγωνισμού μπορεί να μην αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο πολιτικής για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού στις ψηφιακές αγορές. Αντίθετα, η εκ των προτέρων ρύθμιση της αγοράς μπορεί να έχει καλύτερα αποτρεπτικά αποτελέσματα όσον αφορά την ανάπτυξη ή/και διατήρηση αντιανταγωνιστικών πρακτικών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να επισημανθεί η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές (στο εξής η «Πράξη»)[1], η οποία αποσκοπεί στην exante ρύθμιση ψηφιακών γιγάντων, ειδικότερα αυτών που διαδραματίζουν ρόλο ρυθμιστή πρόσβασης στις ψηφιακές αγορές (gatekeepers).

Η δομή της παρούσας μελέτης που ακολουθείται είναι η εξής: Αρχικά, γίνεται μια σύντομη εισαγωγή στο ενωσιακό Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Ακολούθως, αναλύονται οι βασικότερες προκλήσεις που ενδέχεται να επιφέρουν οι τεχνολογικές επιχειρήσεις για το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Στο τελευταίο μέρος, αξιολογείται η καταλληλότητα του υφιστάμενου νομικού πλαισίου σχετικά με την προστασία του ανταγωνισμού για την αντιμετώπιση των εν λόγω προκλήσεων.

2.   Εισαγωγή στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού

Το ενωσιακό Δίκαιο του Ανταγωνισμού εδράζεται σε δύο βασικούς απαγορευτικούς κανόνες, που απαντώνται στα Άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής η «ΣΛΕΕ»).

Σύμφωνα με το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ απαγορεύονται οι συμφωνίες, οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Επίσης, το Άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματος αυτής.

Έχοντας κάνει μια σύντομη εισαγωγή στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού, στη συνέχεια εξετάζονται οι κυριότερες προκλήσεις που ενδέχεται να επιφέρει η ανάπτυξη των τεχνολογικών επιχειρήσεων στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού.

3. Η ανάδυση των τεχνολογικών επιχειρήσεων Fintechs και Bigtechs στον χρηματοπιστωτικό τομέα: οι προκλήσεις για το Δίκαιο του Ανταγωνισμού

3.1. Το ζήτημα καθορισμού της σχετικής αγοράς: οι δίπλευρες αγορές

Μία από τις ιδιαιτερότητες της ψηφιακής αγοράς πληρωμών είναι ο δίπλευρος χαρακτήρας της (two-sided market). Οι τεχνολογικές επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα απευθείας παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε ψηφιακές πλατφόρμες. Οι πλατφόρμες αυτές έχουν δίπλευρο χαρακτήρα λόγω του ότι επιδιώκουν να συντονίσουν δύο διακριτές ομάδες χρηστών, αφενός τους καταναλωτές που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε ψηφιακές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και αφετέρου τις επιχειρήσεις που αποδέχονται να διεκπεραιώσουν συναλλαγές μέσω της χρήσης των εν λόγω χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. πληρωμή με κάρτα ή με ψηφιακή εφαρμογή).

Ο ορισμός της σχετικής αγοράς, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί εργαλείο με το οποίο καθορίζονται τα όρια ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσο μία ή περισσότερες επιχειρήσεις έχουν δεσπόζουσα θέση σε μια συγκεκριμένη αγορά. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκή Επιτροπής αναφορικά με τον ορισμό της Σχετικής Αγοράς, αυτή προσδιορίζεται με τον συνδυασμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της γεωγραφικής αγοράς. Ειδικότερα, η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται.[2]

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει από την οπτική του Δικαίου του Ανταγωνισμού είναι το κατά πόσον ο δίπλευρος χαρακτήρας των ψηφιακών αγορών συνιστά παράγοντα, ο οποίος θα πρέπει να συνυπολογίζεται στον παραδοσιακό ορισμό της σχετικής αγοράς.

Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ επισήμανε πως «στις δίπλευρες αγορές, η μία πλευρά μπορεί να συνιστά την σχετική αγορά για σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού και η άλλη πλευρά της αγοράς να αποτελεί μία ξεχωριστή σχετική αγορά. Οποιεσδήποτε αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο αγορών θεωρείται ως συμφραζόμενο στοιχείο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην ανταγωνιστική ανάλυση της σχετικής αγοράς».

Επομένως, για να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα σε σχέση με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, θα πρέπει να οριστεί ορθά η σχετική αγορά λαμβάνοντας υπόψη τον δίπλευρο ή/και πολύπλευρο χαρακτήρα τους. Τυχόν αδυναμία αναγνώρισης του εν λόγω χαρακτήρα των ψηφιακών αγορών είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε εσφαλμένο ορισμό σχετικής αγοράς και κατ’ επέκταση σε μη αξιόπιστα συμπεράσματα σε σχέση με την διαπίστωση δεσπόζουσας θέσης.

Επιπρόσθετα, οι επιδράσεις δικτύου (network externalities), οι οποίες συνήθως συναντώνται στις δίπλευρες ψηφιακές αγορές, καθιστούν την μεθοδολογία καθορισμού της σχετικής αγοράς ακόμη πιο πολύπλοκη. Η οικονομική ισχύς των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε μια δίπλευρη αγορά, εξαρτάται σε σημαντικότερο βαθμό από τις επιδράσεις δικτύου και τα μεγάλα δεδομένα, παρά από την κατοχή υψηλού μεριδίου αγοράς. Για παράδειγμα, μία υπηρεσία στην δίπλευρη αγορά πληρωμών έχει ελάχιστη αξία για τους καταναλωτές, εάν δεν υφίσταται ένα σημαντικό δίκτυο επιχειρήσεων, στις οποίες να μπορούν να την χρησιμοποιήσουν. Ωστόσο, από την αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων στο δίκτυο, η επιχείρηση αυξάνει άμεσα την ισχύ της στην αγορά, αλλά και έμμεσα μέσω της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών. Παράλληλα, οι επιδράσεις δικτύου θέτουν εμπόδια εισόδου στην αγορά των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν έχουν τα πλεονεκτήματα των υφιστάμενων επιχειρήσεων λόγω της πρόσβασής τους σε μεγάλο αριθμό χρηστών, είτε μέσω των βασικών υπηρεσιών είτε μέσω των συμπληρωματικών υπηρεσιών που παρέχουν σε μεγάλο αριθμό χρηστών.

Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι πως η ραγδαία εξέλιξη και ο δυναμικός χαρακτήρας των ψηφιακών αγορών καθιστά αβέβαιο το ακριβές φάσμα και την σχέση υποκατάστασης ή συμπληρωματικότητας που υφίσταται μεταξύ των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που παρέχουν οι νεοεισερχόμενοι ανταγωνιστές και οι πάροχοι παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα). Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν δυσχέρειες στον σαφή καθορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντος.

Επί του παρόντος, λόγω του ότι οι τεχνολογικές επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα βρίσκονται στα αρχικά στάδια ανάπτυξής τους, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρέχονται από αυτές εξαρτώνται από το παραδοσιακό σύστημα των τραπεζικών υποδομών, όπως το σύστημα πληρωμής μέσω πιστωτικής κάρτας ή την ύπαρξη ενός τραπεζικού λογαριασμού λ.χ. ψηφιακό σύστημα μεταφοράς χρημάτων Alipay, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης και ισχυρά εμπόδια εισόδου. Επιπρόσθετα, οι πλείστες καινοτόμες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κατά τον χρόνο προώθησης τους στην αγορά, προσφέρονται μόνο από τις τεχνολογικές επιχειρήσεις και όχι από τους παρόχους παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα) και ως εκ τούτου δημιουργείται σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των υπηρεσιών αυτών. Ωστόσο, οι πάροχοι παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα) υπό το καθεστώς ανταγωνιστικής πίεσης, επιδιώκουν με γρήγορους ρυθμούς να αναπτύξουν ή να αποκτήσουν αντίστοιχες καινοτόμες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση των υπηρεσιών καθίσταται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από συμπληρωματική, σε υποκατάστατη, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η κατάληξη σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τα όρια της σχετικής αγοράς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένεκα της μέχρι πρότινος έλλειψης οποιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης που να καλύπτει αντιανταγωνιστικές πρακτικές και συμπεριφορές των ψηφιακών γιγάντων, καθίστατο ευχερής η αποκόμιση αντιανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων (όπως η συλλογή πληροφοριών προς αξιοποίηση στον κλάδο πληρωμών και/ή προς όφελος βελτίωσης των υπηρεσιών τους). Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις χρηματιοικονομικής τεχνολογίας έχουν την δυνατότητα χρήσης του μεγάλου όγκου των πληροφοριών που αποκομίζονταν χωρίς την αντίστοιχη υποχρέωση κοινοποίησης τους σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στον τομέα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ο κίνδυνος μόχλευσης της ήδη ισχύουσας θέσης τους, εγκλωβισμού των χρηστών στην αγορά (lock-ineffect) και/ή αποκλεισμού ανταγωνιστών με δυσμενείς επιδράσεις στη δομή της αγοράς και κατ’ επέκταση την ευημερία των καταναλωτών.

3.2. Η δημιουργία μονοπωλιακής δομής στον χρηματοπιστωτικό τομέα από τις εταιρείες BigTech

Ο κύριος προβληματισμός που προκύπτει σχετικά με την εμφάνιση κυρίαρχων πλατφορμών, οι οποίες δρουν ως ρυθμιστές πρόσβασης στην ψηφιακή αγορά, είναι ο κίνδυνος δημιουργίας μιας οιονεί μονοπωλιακής δομής. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως οι ρυθμιστές πρόσβασης των μεγάλων πλατφορμών είναι μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί, γνωστοί ως BigTech, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, έναντι των παρόχων παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα) και των επιχειρήσεων FinTech.

Πρώτον, οι Big Tech, έχουν συλλέξει και χρησιμοποιήσει έναν τεράστιο όγκο δεδομένων (big data), λόγω της ισχυρής παρουσίας τους σε άλλες ψηφιακές αγορές. Τα δεδομένα συνιστούν πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, διότι παρέχουν σημαντικές πληροφορίες στις εν λόγω εταιρείες, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παροχή πιο καινοτόμων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και σε εξατομικευμένες τιμές βάσει των χαρακτηριστικών και προτιμήσεων των καταναλωτών. Μέσω της μόχλευσης της θέσης ισχύος τους (leverage) στις διαδικτυακές αγορές, οι επιχειρήσεις Big Tech μπορούν να ενισχύσουν την θέση ισχύος τους στις ψηφιακές πλατφόρμες.

Δεύτερον, οι επιχειρήσεις BigTech, επωφελούνται από τις επιδράσεις δικτύου, τα έσοδα και την αναγνωρισιμότητα που αποκόμισαν λόγω της δραστηριοποίησης τους σε παρακείμενες αγορές, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις FinTech και τους παρόχους παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα). Με τον τρόπο αυτό, ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές και κατ’ επέκταση επιχειρήσεις, είναι πιο πιθανόν να θέλουν να ενσωματωθούν στο χρηματοπιστωτικό δίκτυο της πλατφόρμας.

Ένας τρίτος λόγος, που θέτει τις επιχειρήσεις BigTech σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των παρόχων παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα), είναι το γεγονός ότι δεν υπόκεινται σε αυστηρές ρυθμίσεις. Το ζήτημα αυτό καθίσταται ακόμη πιο ξεκάθαρο, παρατηρώντας την δεύτερη Οδηγία της ΕΕ για τις Υπηρεσίες Πληρωμών (PSD2)[3], η οποία θέτει στους παρόχους παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα) την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, παροχής πρόσβασης σε τρίτους σε πληροφορίες λογαριασμού, που επιτρέπουν σε έναν χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να έχει μια επισκόπηση της οικονομικής του κατάστασης ανά πάσα στιγμή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο από την έλλειψη ανάλογης υποχρέωσης διάθεσης δεδομένων των πελατών από τις επιχειρήσεις BigTech σε ανταγωνιστές (λ.χ. FinTech ή πάροχοι παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα)), πρότεινε την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές. Η εν λόγω Πράξη επιβάλλει μεταξύ άλλων στις ψηφιακές πλατφόρμες που δρουν ως ρυθμιστές πρόσβασης, την υποχρέωση παροχής πρόσβασης στους επιχειρηματικούς χρήστες όσον αφορά τα δεδομένα που παράγονται κατά τις δραστηριότητές τους, στην πλατφόρμα του ρυθμιστή πρόσβασης.

3.3. Φραγμοί εισόδου των εταιριών Fintech στον χρηματοπιστωτικό κλάδο

3.3.1 Ρυθμιστικοί φραγμοί

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εκτενώς ρυθμισμένος. Η συμμόρφωση των επιχειρήσεων με το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο συνεπάγεται υψηλό κόστος λόγω της πολυπλοκότητας του. Επιπρόσθετα, απαιτεί πολύτιμο χρόνο λόγω των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθηθούν για την απόκτηση των σχετικών αδειών για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τα πιο πάνω αποτελούν σημαντικό εμπόδιο εισόδου και επέκτασης των εταιρειών FinTech στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

3.3.2 Οικονομικοί φραγμοί: επιδράσεις δικτύου, μαθησιακά αποτελέσματα και οικονομίες κλίμακας

Πέραν από τις επιδράσεις δικτύου, οι οποίες αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό των δίπλευρων αγορών, όπως εξετάστηκαν πιο πάνω, τα μαθησιακά αποτελέσματα (learning effects) και οι οικονομίες κλίμακας (economies of scale), θέτουν επίσης εμπόδια στην είσοδο των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων FinTech στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Η επιτυχία των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα συνδέεται με την απόκτηση μίας κρίσιμης μάζας πελατών/χρηστών η οποία προϋποθέτει την ανάπτυξη και διατήρηση της φήμης και αναγνωρισιμότητας από τους καταναλωτές, τόσο ως προς την καινοτομία των παρεχόμενων υπηρεσιών όσο και ως προς την ασφάλειά τους. Η δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές στον εν λόγω κλάδο, συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις FinTech. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις FinTech βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των παρόχων παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα) και ενδεχομένως ορισμένων επιχειρήσεων BigTech, οι οποίες ήδη απολαμβάνουν την φήμη και την εύνοια των καταναλωτών.

Το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα στηρίζεται σε φυσικές υποδομές, τεχνολογικό εξοπλισμό, πολύπλοκα λογισμικά και δίκτυο διανομής, επενδύσεις που συνεπάγονται σημαντικό σταθερό κόστος, το οποίο ενδεχομένως να είναι μη ανακτήσιμο (sunk cost). Σε αντίθεση, η δυνατότητα παροχής διαδικτυακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τις νεοεισερχόμενες τεχνολογικές επιχειρήσεις, μειώνει σημαντικά το σταθερό κόστος εγκατάστασης φυσικών υποδομών, αντίστοιχων με των παρόχων παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα).

Επιπλέον, η δυνατότητα αξιοποίησης της τεχνολογίας, μέσω των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud), προκειμένου να επιτυγχάνεται η πρόσβαση σε εφαρμογές χωρίς την χρήση εσωτερικής υποδομής ή υλισμικού (hardware), μετατρέπει το σταθερό κόστος της τεχνολογίας της πληροφορίας (IT) σε μεταβλητό. Εκ πρώτης όψεως, παρατηρείται πως οι νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις FinTech παρουσιάζουν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με τους παρόχους παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα). Παρ’ όλα αυτά, οι BigTech εκμεταλλεύονται την μεγάλη πελατειακή τους βάση και κατ’ επέκταση τις οικονομίες κλίμακας. Οι BigTech, αξιοποιώντας αυτό το σημαντικό ανταγωνιστικό προβάδισμα στην αγορά, αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχούς αποκλεισμού των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών τους (as efficient competitors). Επομένως, οι BigTech έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν μέσα ή/και πρακτικές που ευνοούν την επικράτηση τους στην αγορά και την περαιτέρω αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων τους, με άμεσο κίνδυνο δημιουργίας μη αναστρέψιμων ανταγωνιστικών δομών αγοράς σε περίπτωση μη έγκαιρης παρέμβασης των Αρχών Ανταγωνισμού.

4. Αξιολόγηση της καταλληλότητας του Δικαίου του Ανταγωνισμού για την αντιμετώπιση των αντιανταγωνιστικών πρακτικών των τεχνολογικών επιχειρήσεων

Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού ως εργαλείο πολιτικής ενδεχομένως να μην είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση των αντιανταγωνιστικών πρακτικών και συμπεριφορών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σημειώνεται σχετικά ότι το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, δεν μπορεί να παρέχει εγκαίρως και αποτελεσματικές θεραπείες στους επιχειρηματικούς χρήστες οι οποίοι επηρεάζονται από την αντιανταγωνιστική ή/και αθέμιτη συμπεριφορά των ψηφιακών πλατφορμών.

Παρατηρείται ότι, μια μεγάλη τεχνολογική επιχείρηση, η οποία θα ενεργήσει πρώτη ως ρυθμιστής πρόσβασης μίας ψηφιακής πλατφόρμας, μπορεί να δημιουργήσει παγιωμένες αναποτελεσματικές δομές στην ψηφιακή αγορά, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας και παράλληλα, θέτει εμπόδια εισόδου στους νεοεισερχόμενους ανταγωνιστές. Επιπλέον, η επιχείρηση θα ενεργεί ουσιαστικά ως ιδιωτικός φορέας με εξουσία θέσπισης κανόνων μεταξύ των επιχειρήσεων και των τελικών χρηστών. Σε ένα τέτοιο σενάριο η εκ των υστέρων αναγνώριση ενδεχόμενης παραβίασης του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και η δυνητική επιβολή προστίμων, θα έχει μικρό αποτρεπτικό αντίκτυπο στην οικονομικά ισχυρή τεχνολογική επιχείρηση.

Η Πράξη που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόσφατα, αποσκοπεί στην exante ρύθμιση της συμπεριφοράς ορισμένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ψηφιακές αγορές, απαγορεύοντας εξ αρχής ορισμένες αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι προκειμένου να υπαχθεί μια τεχνολογική επιχείρηση στο πεδίο εφαρμογής της Πράξης πρέπει να πληρούνται ορισμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια (λ.χ. ετήσιος κύκλος εργασιών ή αγοραία αξία της επιχείρησης, αριθμός χρηστών κ.α.).

Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι η Πράξη επιδιώκει την γενική ρύθμιση των ψηφιακών αγορών, στις οποίες υπάρχουν ρυθμιστές της πρόσβασης, προκειμένου να διασφαλίσει η δυνατότητα πρόσβασης και διεκδίκησης της αγοράς στο πλαίσιο ενός ισότιμου και δίκαιου πεδίου άσκησης ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, η Πράξη δεν αποσκοπεί στον καθορισμό ειδικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις FinTech. 

Είναι σημαντικό να παρατηρηθεί επίσης ότι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται στις βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας που απαριθμούνται στην Πράξη και κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις FinTech δεν μπορούν να προσδιοριστούν ως ρυθμιστές πρόσβασης αποκλειστικά για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ωστόσο παραμένει προς εξέταση το ζήτημα του κατά πόσο οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, εάν παρασχεθούν ως υπηρεσίες παρεμφερείς, ως βοηθητικό μέρος και συνεπώς ως άμεσα συνδεόμενες προς το σκοπό παροχής των βασικών υπηρεσιών που προσφέρουν ψηφιακές πλατφόρμες που επενεργούν ως ρυθμιστές πρόσβασης, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Πράξης.

Στην παρούσα φάση ανάπτυξης των τεχνολογικών επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών τεχνολογιών, η δημιουργία ενός νέου και εξειδικευμένου νομοθετικού πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές πλατφόρμες, δεν κρίνεται αναγκαία. Αντίθετα, προτιμότερη κρίνεται η στενή παρακολούθηση της ψηφιακής αγοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα και η αξιολόγηση της από τις Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρ’ όλα αυτά σημειώνεται πως η ενδεχόμενη μελλοντική παρουσίαση αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς ή/και πρακτικών από τις νεοσύστατες επιχειρήσεις FinTech και η συνεχής ανάγκη διερεύνησης καταγγελιών έναντι των εν λόγω χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, μπορεί να οδηγήσει στο ενδεχόμενο τροποποίησης της Πράξης ή/και δημιουργίας ενός νέου εξειδικευμένου νομοθετικού κειμένου που να ρυθμίζει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που παρέχουν ψηφιακές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα ήταν χρησιμότερο το εν λόγω νομοθετικό κείμενο να απευθύνεται ειδικά στις επιχειρήσεις FinTech, θέτοντας τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, από βοηθητικές σε βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας.

5. Συμπεράσματα

Καταληκτικά, η παρούσα μελέτη επεδίωξε να εξετάσει τις προκλήσεις που δημιουργούν οι τεχνολογικές επιχειρήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, για το ενωσιακό Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Οι διαδικασίες του Δικαίου του Ανταγωνισμού, όπως η παραδοσιακή μεθοδολογία καθορισμού της σχετικής αγοράς στις δίπλευρες ψηφιακές πλατφόρμες και ο υπολογισμός της θέσης ισχύος μιας επιχείρησης, καθίστανται ακόμη πιο πολύπλοκες κατά την ανάλυση των ψηφιακών αγορών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες αξιοποιούν τις επιδράσεις δικτύου, τα μεγάλα δεδομένα, τις οικονομίες κλίμακας και τα εμπόδια εισόδου στην αγορά, δημιουργούν τον κίνδυνο να οδηγήσουν την ψηφιακή αγορά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε μια οιονεί μονοπωλιακή δομή. Κατά συνέπεια, το Δίκαιο του Ανταγωνισμού μπορεί να μην αποτελεί το καταλληλότερο εργαλείο πολιτικής για την αντιμετώπιση αντιανταγωνιστικών πρακτικών. Η υπό προϋποθέσεις exante ρύθμιση μπορεί να έχει πιο άμεσα αποτρεπτικά αποτελέσματα όσον αφορά την ανάπτυξη αντιανταγωνιστικών δομών αγοράς ή/και συμπεριφορών από μεγάλες ψηφιακές επιχειρήσεις. Εφόσον αποσκοπεί δια της εισαγωγής της αρχής της ειδικής ευθύνης ως τεχνολογικού γίγαντα, να καταστήσει κάθε ψηφιακή πλατφόρμα η οποία εμπίπτει στην έννοια του παρόχου βασικών υπηρεσιών και έμμεσα στην έννοια του ρυθμιστή αγοράς ένεκα της δύναμης που σημειώνει στην αγορά, υπεύθυνη για την εκ των προτέρων διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του δικού της δικτύου και του τρόπου που διαχειρίζεται εσωτερικά τους χρήστες της (επεξεργασία-μεταβίβαση προσωπικών δεδομένων τους, interoperability, ισότιμοι-δίκαιοι όροι παροχής υπηρεσιών και μεταχείρισης των τελικών χρηστών), η συμπεριφορά των οποίων δυνατόν σε περίπτωση μη εκ των προτέρων αυτορρύθμισης τους, να συνεπάγεται σε καταχρηστικό αποκλεισμό πραγματικών και δυνητικών ανταγωνιστών τόσο σε οριζόντιο όσο και σε κάθετο επίπεδο .

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ έχει εγκρίνει την ψήφιση της Πράξης για τις Ψηφιακές Αγορές, επιδιώκοντας ορθά την exanteρύθμιση της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων BigTech, οι οποίες λόγω της θέσης τους μπορεί να περιορίσουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Οι επιχειρήσεις FinTech οι οποίες επιχειρούν να εισάγουν ψηφιακές υπηρεσίες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο ως ανεξάρτητοι πάροχοι υπηρεσιών, βρίσκονται ακόμη σε μία πρώιμη φάση εξέλιξης, λόγω των επιδράσεων δικτύου, των οικονομιών κλίμακας, αλλά και των υφιστάμενων εμποδίων εισόδου και συνεπώς οποιαδήποτε εξειδικευμένη ρύθμιση δεν καθίσταται απαραίτητη εφόσον οι υπηρεσίες που προσφέρουν περιορίζονται σε υπηρεσίες μεσάζοντα «βιτρίνας». Παρ΄ όλα αυτά, εν όψει των συνεχών καινοτομιών που δημιουργούνται από τη χρήση χρηματοοικονομικών τεχνολογιών για κάλυψη της ζήτησης, αλλά και της ροπής των BigTechs προς αυξανόμενη ενασχόληση, δεν αποκλείεται η μελλοντική εξειδικευμένη exante ρύθμιση τους.

Το άρθρο ετοιμάστηκε στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης στην Trojan Economics.


[1] Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές) COM/2020/842 final.

[2] Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, OJC 372, 9.12.1997.

[3] ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, άρθρο 67.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,